- ποώδους
- ποώδηςherbaceousmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλόχορτο — το, Ν βοτ. α) κοινή ονομασία τού ποώδους φυτού Μarrubium vulgare τού γένους μαρρούβιο, αλλ. σκουλόχορτο, ασπροκερασιά, μαρμαράκι κ.ά. β) κοινή ονομασία τού ποώδους φυτού Μercurialis perrenis, τού γένους μερκουριαλίς … Dictionary of Greek
γναφάλλιο — το (AM γναφάλλιον) [γνάφαλλον] ονομασία τού φυτού Diotis maritima, το οποίο έχει χνούδι κατάλληλο για να γεμίζουν μαξιλάρια νεοελλ. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας τών προσωπανθών … Dictionary of Greek
δωδεκάθεος — ο (AM δωδεκάθεος, ον) το ουδ. ως ουσ. 1. το δωδεκάθεο περιληπτικά οι δώδεκα θεοί 2. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας πριμουλίδες αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δώδεκα θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάθεον ναός τών δώδεκα θεών… … Dictionary of Greek
εφτάνευρο — το (φυτολ.) λαϊκή ονομασία τού ποώδους πολυετούς φυτού πλαντάγινον το μείζον … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
λιζάρι — το είδος ποώδους βαφικού φυτού, το αλιζάρι … Dictionary of Greek
μάραθο — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι Foeniculum vulgare.Είναι γνωστό από την αρχαία εποχή με την ονομασία μ … Dictionary of Greek
μανιόκα — η βοτ. μια από τις κοινές ονομασίες τού ποώδους φυτού Manihot esculenta, τού γένους μανιχότη, τής οικογένειας ευφορβιίδες, τού οποίου οι κονδυλώδεις ρίζες αποτελούν βασικό είδος διατροφής σε πολλά μέρης τής Αφρικής, τής Ινδίας και τής Νότιας… … Dictionary of Greek